Οι μεταμορφώσεις πριν την έναρξη του νέου έτους είναι πολύ παλιά ιστορία.
Ηδη ο Ηρόδοτος, περιγράφοντας τους λαούς που ζούσαν στη Σκυθία, αναφέρεται στη φυλή των Νευρών. Η περιοχή που ζουν έχει τόσα φίδια που ακόμα και ο Δαρείος, αφού τους κατέλαβε, τους εγκατέλειψε.
Οι Νευροί είναι γόητες [μάγοι] και μια φορά τον χρόνο γίνονται λύκοι για λίγες μέρες και μετά ξαναγίνονται άνθρωποι.
[2] λέγονται γὰρ ὑπὸ Σκυθέων καὶ Ἑλλήνων τῶν ἐν τῇ Σκυθικῇ κατοικημένων ὡς ἔτεος ἑκάστου ἅπαξ τῶν Νευρῶν ἕκαστος λύκος γίνεται ἡμέρας ὀλίγας καὶ αὖτις ὀπίσω ἐς τὠυτὸ κατίσταται. ἐμὲ μέν νυν ταῦτα λέγοντες οὐ πείθουσι, λέγουσι δὲ οὐδὲν ἧσσον, καὶ ὀμνῦσι δὲ λέγοντες.
[Ηρόδοτος 4.105.2]
Ο Α. Ραδίνος σχολιάζει, το 1836, την παραπάνω παράγραφο.
Στη βυζαντινή περίοδο συναντάμε τη λέξη Βαβουτζικάριος σαν συνώνυμο του εφιάλτη,
του μυθικού πλάσματος που πνίγει τους ανθρώπους στον ύπνο τους.
Ο Αδ. Κοραής, στα «Ατακτα», μας λέει ότι Βαβουτζικάριος είναι ο Βαρυχνάς ή Βραχνάς
«Εν από τα πολλά του σώματος νοσήματα, ότε ο κοιμώμενος (και μάλιστα αν κοιμάται ύπτιος) φαντάζεται επικαθήμενον τινά εις το στήθος του και πνίγοντά του την αναπνοήν. Ωνομάζετο από τους Ελληνας Εφιάλτης ή Πνιγαλίων. Ο Αριστοφάνης τον ονομάζει Ηπιάλην ή Ηπίαλον [Σφήκες 1038] και άλλοι Ευόπα ή Τίφη. Οι Γραικορωμαίοι ωνόμαζαν τον Βαρυχνάν Βαβουτζία ή Βαβουτζικάριο. Αυτό το όνομα, κατά τον Μιχαήλ Ψελλό προέρχεται από την Βαβώ, νυκτερινό δαιμόνιο, ακόμα και με τη θεά των Αιγυπτίων Βούβαστι, που ο Ηρόδοτος ταυτίζει με την Αρτεμη.»
Στον λόγιο, θεολόγο και φιλόσοφο Μιχαήλ Ψελλό (1018-1078 μ.Χ.) λοιπόν συναντάμε τη σύνδεση του Βαβουτζικάριου με την περίοδο από τα Χριστούγεννα μέχρι των Φώτων, που η λαική παράδοση έφτιαξε τον μύθο των καλικάντζαρων.
Ο λαός βέβαια λείανε αρκετά το θέμα, αφαίρεσε από τους καλικάντζαρους τις φρικτές ιδιότητες και άφησε μόνο τα μικρά πταίσματα.
Οι καλικάντζαροι είναι κακοσούσουμοι από τη φύση τους, σταβά χέρια και πόδια, φαλακροί, καμπούρηδες, άσκημοι, τριχωτοί, με μεγάλα αυτιά και πεταχτά μάτια και ότι δυσμορφία μπορεί να φανταστεί κανείς.
Ο Τραγοπόδης
Ετσι είναι καταδικασμένοι να ζουν κάτω από τη γη και όλο τον χρόνο πριονίζουν το δέντρο που στηρίζει τον πάνω κόσμο.
Τα Χριστούγεννα όμως κοντεύει το πριόνισμα να τελειώσει και αποφασίζουν να ανέβουν πάνω για να ξεσκάσουν λίγο.
Βέβαια είναι τρομερά πειραχτήρια, κάνουν κάθε είδους αταξία, κλεψιά και πονηριά.
Ο κόσμος προσπαθεί να τους αντιμετωπίσει με διάφορους τρόπους. Ο πιο κοινός είναι να βάλουν στην πόρτα ένα κόσκινο.
Τα καλικαντζαράκια, μόλις το δουν, τα τρώει η περιέργεια να μετρήσουν τις τρύπες του…
Έχουν όμως ένα πρόβλημα, δεν μπορούν να πουν το 3.
Αρχίζουν λοιπόν το μέτρημα: 1, 2, …Μέχρι εκεί! Το τρία δεν το λένε και φτου κι απ’ την αρχή...: 1, 2 και ξανά 1, 2…Κι έτσι θα μείνουν εκεί με τις ώρες και με τις μέρες, να απασχολούνται, χωρίς τελικά να μπουν μέσα….
Αν τώρα κάποιος καταφέρει να τρυπώσει, πάει κατ’ ευθείαν στα μελομακάρονα. Οι νοικοκυρές όμως και εδώ ξέρουν τη λύση. Βάζουν δίπλα μια χούφτα ρύζι, οι καλικάντζαροι ξεγελιούνται, κλέβουν βιαστικά το ρύζι και εξαφανίζονται !!
Άλλοι πάλι, κρεμούν στο χερούλι της πόρτας μία τούφα λινάρι. Μέχρι να μετρήσουν οι καλικάντζαροι τις τρίχες του λιναριού φτάνει το ξημέρωμα και όπου φύγει φύγει.
Άλλοι κρεμούν το κατωσάγωνο ενός χοίρου στην καπνοδόχο, ή ένα δερμάτινο παλιοπάπουτσο ή ρίχνουν αλάτι στη φωτιά. Η απαίσια μυρωδιά του καμένου δέρματος και ο κρότος από το αλάτι κρατάει τους καλικάντζαρους μακριά.
Αρχηγός τους είναι ο Μαντρακούκος ή Ζυμαρομύτης, από την τεράστια μύτη του που κρέμεται σαν ζυμάρι. Εχει φτιάξει μια μεγάλη σκούφια μπας και κρύψει τα τεράστια αυτιά του αλλά μάταια. Εχει αδυναμία στα ψητά λουκάνικα που κλέβει πάνω από την καμινάδα την ώρα που ψήνονται.
και στις προσταγές του είναι ο Κωλοβελόνης, ο Κοψαχείλης, ο Παρωρίτης, ο Παγάνας, ο Τρικλοπόδης, ο Σιφώτης, ο Μαλαπέρδας, ο Τρικέρης, ο Μαλαγάνας, ο Βατρακούκος, ο Μαγάρας, ο Κατσιπόδης ή Κατσιποδιάρης, ο Γουρλός, ο Στραβολαίμης, ο Κοψομεσίτης, ο Περίδρομος, ο Βραχνάς , ο Ξεφτέρης που όλα τα ξέρει και ένα σωρό άλλοι.
Από τις καταγραφές του Νικόλαου Πολίτη, στο έργο του "Παραδόσεις":
"Λυκοκαντζαραίοι: Οι Λυκοκαντζαραίοι έρχονται από τη γης από κάτου. Ούλον τον χρόνο πελεκάν με τα τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βαστάει της γης. Κόβουν, κόβουν όσο που μι...νέσκει λιγάκι ακόμα, ως νια κλωνά άκοπο, και λεν: "Χάϊστε να πάμε, και θα πέσει μοναχό του." Γυρίζουν πίσω της Βάφτισης και βρίσκουν το δέντρον ολάκερον, ακέριον μπίτι. Και πάλε κόβουν, και πάλ' έρχονται, κι ούλο 'φτόνη τη δουλειά κάνουν. (ΒΟΥΡΒΟΥΡΑ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ)
Ολες οι αταξίες όμως τελειώνουν των Φώτων γιατί τότε
"έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του
να μας κάνει τσάλια-τσάλια
να μας φάνε τα τσακάλια"
Κατεβαίνοντας ξανά κάτω από τη γη, βλέπουν πώς το μισοκομμένο δέντρο έθρεψε και αρχίζουν πάλι το ροκάνισμα μέχρι του χρόνου.
Ο Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας φτιάξανε το μουσικό παραμύθι "Η Αγέλαστη Πολιτεία και οι Καλικάντζαροι"
http://www.youtube.com/watch?v=x7OE_o0hypg&feature=related
http://www.youtube.com/watch?v=DF0J_ZLNcr4&feature=related
Η πρώτη συνέντευξη
Ρωτήσαμε την Ελένη, που έχει ιδίαν πείρα, να μας πει τι κάνουν οι καλικάντζαροι αυτές τις μέρες.
Μας είπε βέβαια τι αταξίες κάνει αυτή, αποφεύγοντας να μας πεί για τους υπόλοιπους [υπάρχουν και τα μυστικά του επαγγέλματος]
"Κάνω τρύπες στο νερό
κι έχω βλέμμα πονηρό.
Κλέβω ζάχαρη κι αλεύρι
και κανένας δε θα μέβρει
και ζυμώνω και φουρνίζω
κι όλα αυτά τα ροκανίζω
και φορώ και δαχτυλίδια
που πετώ στα κεραμίδια
κι αγαπώ και μια σαρδέλα
και της χάρισα σαμπρέλα
που την πήρα απ' τον μανάβη
κι έχω κολλητό τον Άδη."
[εκλεκτή συμμετοχή της Ε. Γρηγορίου-Γεωργίου]
Ηδη ο Ηρόδοτος, περιγράφοντας τους λαούς που ζούσαν στη Σκυθία, αναφέρεται στη φυλή των Νευρών. Η περιοχή που ζουν έχει τόσα φίδια που ακόμα και ο Δαρείος, αφού τους κατέλαβε, τους εγκατέλειψε.
Οι Νευροί είναι γόητες [μάγοι] και μια φορά τον χρόνο γίνονται λύκοι για λίγες μέρες και μετά ξαναγίνονται άνθρωποι.
[2] λέγονται γὰρ ὑπὸ Σκυθέων καὶ Ἑλλήνων τῶν ἐν τῇ Σκυθικῇ κατοικημένων ὡς ἔτεος ἑκάστου ἅπαξ τῶν Νευρῶν ἕκαστος λύκος γίνεται ἡμέρας ὀλίγας καὶ αὖτις ὀπίσω ἐς τὠυτὸ κατίσταται. ἐμὲ μέν νυν ταῦτα λέγοντες οὐ πείθουσι, λέγουσι δὲ οὐδὲν ἧσσον, καὶ ὀμνῦσι δὲ λέγοντες.
[Ηρόδοτος 4.105.2]
Ο Α. Ραδίνος σχολιάζει, το 1836, την παραπάνω παράγραφο.
Στη βυζαντινή περίοδο συναντάμε τη λέξη Βαβουτζικάριος σαν συνώνυμο του εφιάλτη,
του μυθικού πλάσματος που πνίγει τους ανθρώπους στον ύπνο τους.
Ο Αδ. Κοραής, στα «Ατακτα», μας λέει ότι Βαβουτζικάριος είναι ο Βαρυχνάς ή Βραχνάς
«Εν από τα πολλά του σώματος νοσήματα, ότε ο κοιμώμενος (και μάλιστα αν κοιμάται ύπτιος) φαντάζεται επικαθήμενον τινά εις το στήθος του και πνίγοντά του την αναπνοήν. Ωνομάζετο από τους Ελληνας Εφιάλτης ή Πνιγαλίων. Ο Αριστοφάνης τον ονομάζει Ηπιάλην ή Ηπίαλον [Σφήκες 1038] και άλλοι Ευόπα ή Τίφη. Οι Γραικορωμαίοι ωνόμαζαν τον Βαρυχνάν Βαβουτζία ή Βαβουτζικάριο. Αυτό το όνομα, κατά τον Μιχαήλ Ψελλό προέρχεται από την Βαβώ, νυκτερινό δαιμόνιο, ακόμα και με τη θεά των Αιγυπτίων Βούβαστι, που ο Ηρόδοτος ταυτίζει με την Αρτεμη.»
Στον λόγιο, θεολόγο και φιλόσοφο Μιχαήλ Ψελλό (1018-1078 μ.Χ.) λοιπόν συναντάμε τη σύνδεση του Βαβουτζικάριου με την περίοδο από τα Χριστούγεννα μέχρι των Φώτων, που η λαική παράδοση έφτιαξε τον μύθο των καλικάντζαρων.
Ο λαός βέβαια λείανε αρκετά το θέμα, αφαίρεσε από τους καλικάντζαρους τις φρικτές ιδιότητες και άφησε μόνο τα μικρά πταίσματα.
Οι καλικάντζαροι είναι κακοσούσουμοι από τη φύση τους, σταβά χέρια και πόδια, φαλακροί, καμπούρηδες, άσκημοι, τριχωτοί, με μεγάλα αυτιά και πεταχτά μάτια και ότι δυσμορφία μπορεί να φανταστεί κανείς.
Ο Τραγοπόδης
Ετσι είναι καταδικασμένοι να ζουν κάτω από τη γη και όλο τον χρόνο πριονίζουν το δέντρο που στηρίζει τον πάνω κόσμο.
Τα Χριστούγεννα όμως κοντεύει το πριόνισμα να τελειώσει και αποφασίζουν να ανέβουν πάνω για να ξεσκάσουν λίγο.
Βέβαια είναι τρομερά πειραχτήρια, κάνουν κάθε είδους αταξία, κλεψιά και πονηριά.
Ο κόσμος προσπαθεί να τους αντιμετωπίσει με διάφορους τρόπους. Ο πιο κοινός είναι να βάλουν στην πόρτα ένα κόσκινο.
Τα καλικαντζαράκια, μόλις το δουν, τα τρώει η περιέργεια να μετρήσουν τις τρύπες του…
Έχουν όμως ένα πρόβλημα, δεν μπορούν να πουν το 3.
Αρχίζουν λοιπόν το μέτρημα: 1, 2, …Μέχρι εκεί! Το τρία δεν το λένε και φτου κι απ’ την αρχή...: 1, 2 και ξανά 1, 2…Κι έτσι θα μείνουν εκεί με τις ώρες και με τις μέρες, να απασχολούνται, χωρίς τελικά να μπουν μέσα….
Αν τώρα κάποιος καταφέρει να τρυπώσει, πάει κατ’ ευθείαν στα μελομακάρονα. Οι νοικοκυρές όμως και εδώ ξέρουν τη λύση. Βάζουν δίπλα μια χούφτα ρύζι, οι καλικάντζαροι ξεγελιούνται, κλέβουν βιαστικά το ρύζι και εξαφανίζονται !!
Άλλοι πάλι, κρεμούν στο χερούλι της πόρτας μία τούφα λινάρι. Μέχρι να μετρήσουν οι καλικάντζαροι τις τρίχες του λιναριού φτάνει το ξημέρωμα και όπου φύγει φύγει.
Άλλοι κρεμούν το κατωσάγωνο ενός χοίρου στην καπνοδόχο, ή ένα δερμάτινο παλιοπάπουτσο ή ρίχνουν αλάτι στη φωτιά. Η απαίσια μυρωδιά του καμένου δέρματος και ο κρότος από το αλάτι κρατάει τους καλικάντζαρους μακριά.
Αρχηγός τους είναι ο Μαντρακούκος ή Ζυμαρομύτης, από την τεράστια μύτη του που κρέμεται σαν ζυμάρι. Εχει φτιάξει μια μεγάλη σκούφια μπας και κρύψει τα τεράστια αυτιά του αλλά μάταια. Εχει αδυναμία στα ψητά λουκάνικα που κλέβει πάνω από την καμινάδα την ώρα που ψήνονται.
και στις προσταγές του είναι ο Κωλοβελόνης, ο Κοψαχείλης, ο Παρωρίτης, ο Παγάνας, ο Τρικλοπόδης, ο Σιφώτης, ο Μαλαπέρδας, ο Τρικέρης, ο Μαλαγάνας, ο Βατρακούκος, ο Μαγάρας, ο Κατσιπόδης ή Κατσιποδιάρης, ο Γουρλός, ο Στραβολαίμης, ο Κοψομεσίτης, ο Περίδρομος, ο Βραχνάς , ο Ξεφτέρης που όλα τα ξέρει και ένα σωρό άλλοι.
Από τις καταγραφές του Νικόλαου Πολίτη, στο έργο του "Παραδόσεις":
"Λυκοκαντζαραίοι: Οι Λυκοκαντζαραίοι έρχονται από τη γης από κάτου. Ούλον τον χρόνο πελεκάν με τα τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βαστάει της γης. Κόβουν, κόβουν όσο που μι...νέσκει λιγάκι ακόμα, ως νια κλωνά άκοπο, και λεν: "Χάϊστε να πάμε, και θα πέσει μοναχό του." Γυρίζουν πίσω της Βάφτισης και βρίσκουν το δέντρον ολάκερον, ακέριον μπίτι. Και πάλε κόβουν, και πάλ' έρχονται, κι ούλο 'φτόνη τη δουλειά κάνουν. (ΒΟΥΡΒΟΥΡΑ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ)
Ολες οι αταξίες όμως τελειώνουν των Φώτων γιατί τότε
"έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του
να μας κάνει τσάλια-τσάλια
να μας φάνε τα τσακάλια"
Κατεβαίνοντας ξανά κάτω από τη γη, βλέπουν πώς το μισοκομμένο δέντρο έθρεψε και αρχίζουν πάλι το ροκάνισμα μέχρι του χρόνου.
Ο Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας φτιάξανε το μουσικό παραμύθι "Η Αγέλαστη Πολιτεία και οι Καλικάντζαροι"
http://www.youtube.com/watch?v=x7OE_o0hypg&feature=related
http://www.youtube.com/watch?v=DF0J_ZLNcr4&feature=related
Η πρώτη συνέντευξη
Ρωτήσαμε την Ελένη, που έχει ιδίαν πείρα, να μας πει τι κάνουν οι καλικάντζαροι αυτές τις μέρες.
Μας είπε βέβαια τι αταξίες κάνει αυτή, αποφεύγοντας να μας πεί για τους υπόλοιπους [υπάρχουν και τα μυστικά του επαγγέλματος]
"Κάνω τρύπες στο νερό
κι έχω βλέμμα πονηρό.
Κλέβω ζάχαρη κι αλεύρι
και κανένας δε θα μέβρει
και ζυμώνω και φουρνίζω
κι όλα αυτά τα ροκανίζω
και φορώ και δαχτυλίδια
που πετώ στα κεραμίδια
κι αγαπώ και μια σαρδέλα
και της χάρισα σαμπρέλα
που την πήρα απ' τον μανάβη
κι έχω κολλητό τον Άδη."
[εκλεκτή συμμετοχή της Ε. Γρηγορίου-Γεωργίου]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου